- ἀνάθημα
- священный дар, священное приношение
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀνάθημα — that which is set up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] … Dictionary of Greek
ανάθημα — το, ατος αφιέρωμα: Πλήθος από χρυσά ή ασημένια αναθήματα ήταν κρεμασμένα στην εικόνα της Παναγίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… … Dictionary of Greek
ἀνάθημ' — ἀνάθημα , ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάθημαι , ἀναθέω run up perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθημάτων — ἀνάθημα that which is set up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθήμασι — ἀνάθημα that which is set up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθήμασιν — ἀνάθημα that which is set up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθήματα — ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθήματι — ἀνάθημα that which is set up neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθήματος — ἀνάθημα that which is set up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)